σκιά — σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc/acc dual (ionic) σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) σκιάς canopy fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκία — σκίᾱ , σκιάω overshadow pres imperat act 2nd sg σκίᾱ , σκιάω overshadow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σκιά — η 1. ίσκιος: Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστεί. 2. αχώριστος σύντροφος: Έγινε η σκιά του. 3. επίπτωση, επίδραση: Οι ποιητές της γενιάς του 1880 βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά. 4. φάντασμα, άυλη υπόσταση: Είδε στον ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιᾶ — σκιάω overshadow pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιάω overshadow pres ind act 1st sg (doric aeolic) σκιάζω overshadow fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ δέομαι φὶλου συμμεθισταμένου καὶ συνεπινεύοντος, ἡ γὰρ σκία ταῦτα ποιεῖ μᾶλλον. — См. Поддакивать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκιᾶι — σκιᾷ , σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσας — σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem acc pl (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem gen sg (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) σκιά̱σᾱς , σκιάζω overshadow fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφήσει — σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows aor subj act 3rd sg (epic) σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind mid 2nd sg σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)